υλίδες

υλίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια βατράχων τής τάξης άνουρα, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hylidae < hyl- (< λατ. hyl-a < ὕλη) + κατάλ. -idae (< -ίδες, πληθ. τού -ίδης*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλλομέδουσα — η, Ν ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων τής οικογένειας υλίδες, το οποίο περιλαμβάνει βατράχους τής Νότιας Αμερικής που έχουν την ικανότητα ομοιοχρωμίας με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllomedusa < φύλλο(ν) +… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”